σταδιακός

σταδιακός
-ή, -ό
επίρρ. βαθμιαίος, προοδευτικός: Συμφώνησαν να γίνει σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων από τα κατεχόμενα εδάφη. – Τα νέα μέτρα θα εφαρμοστούν σταδιακά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταδιακός — ή, ό, Ν αυτός που γίνεται κατά στάδια, βαθμιαίος, προοδευτικός («σταδιακή βελτίωση τών συνθηκών»). επίρρ... σταδιακά και σταδιακώς Ν κατά στάδια, προοδευτικά, βαθμιαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιο + κατάλ. ιακός (πρβλ. σημαδ ιακός)] …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”