- σταδιακός
- -ή, -όεπίρρ. -ά βαθμιαίος, προοδευτικός: Συμφώνησαν να γίνει σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων από τα κατεχόμενα εδάφη. – Τα νέα μέτρα θα εφαρμοστούν σταδιακά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.